Wake up alone
Ξύπνησε άλλο ένα πρωί νυσταγμένη και καταϊδρωμένη απ'τον καύσωνα. Πάλι είχε χαλάσει το κλιματιστικό. Μόνο όταν το χρειαζόταν χαλούσε, κάτι πάθαινε κι αυτό σαν τους ανθρώπους. Κοίταξε τα μάτια της στον καθρέφτη που ήταν πρησμένα απ' την αϋπνία. Αγχώδης διαταραχή είπε ο γιατρός.
"Δεν είναι τίποτα. Πολλοί άνθρωποι το παθαίνουν σε φορτισμένες περιόδους. Σου γράφω εδώ ένα ελαφρύ υπνωτικό που θα σε βοηθήσει."
Τσαλάκωσε το χαρτάκι με τη συνταγή και το πέταξε στον κάδο βγαίνοντας απ'το γραφείο του. Δε θα καταντήσω εγώ πρεζάκι να εξαρτιέμαι από χάπια για μια απλή "διαταραχούλα". Θα περάσει κι αυτό. Όλα περνάνε.
**********************************
Εσύ φταις που δεν πήρες τότε τα χάπια. Κάτσε τώρα να ξαγρυπνάς το ένα βράδυ πίσω απ' το άλλο. Να στριφογυρίζεις στο κρεβάτι σαν τη σβούρα και το μυαλό σου να ζωγραφίζει αέναα, στο λευκό της σκέψης σου, να ξεπατικώνει εικόνες από λογιών λογιών στιγμές, πρόσφατες και μακρινές με αδυναμία σ' εκείνες που νόμιζες πως είχες ξεχάσει. Να τις μετουσιώνει σε όνειρα, που γίνονται εφιάλτες και σε κάνουν να πετιέσαι στον ύπνο, που πίστευες ότι σου κανε τη χάρη επιτέλους να 'ρθει. Το ήξερες ότι το μυαλό έχει έναν αμυντικό μηχανισμό που απωθεί όλες τις επίπονες αναμνήσεις και σε πείθει ότι της ξέχασες; Αλλά το υποσυνείδητο της "πουλάει" πρώτη μούρη στη βιτρίνα σαν να σου λέει "Χα! Σου την έσκασα!".
Εσύ φταις που πάντα το παίζεις δυνατή. "Όλα θα τα φτιάξω εγώ. Όλα μπορώ να τα ξεπεράσω. Τα καταφέρνω όλα μόνη μου."
Όχι δεν μπορείς! Δεν φτιάχνονται όλα ηλίθια κι ούτε περνάνε απ' το χέρι σου. Αλλά πάντα έτσι ήσουν. Ισχυρογνώμων πολύμνια που σε έλεγε και η μάνα σου.
************************************
Ξέπλυνε το πρόσωπό της για να κάνει το μυαλό της να σκάσει.
"Πώς μπορεί άραγε να κάνεις το μυαλό σου να σωπάσει; Πώς κλείνει το ρημάδι; Δεν έχει διακόπτη;" σκέφτηκε καθώς κοιτούσε την αντανάκλασή της.
Χτύπησε το τηλέφωνό της ξαφνικά και την έκανε να πεταχτεί έξω από το μπάνιο.
"Έλα μαμά, καλημέρα!"
"Τι κάνεις κορίτσι μου; Πού είσαι;"
"Σπίτι."
"Δε θα βγεις καμιά βόλτα; Έχει τέλεια μέρα έξω!"
Είχε κατεβασμένα τα παντζούρια και δεν είχε δει καν ότι έχει ήλιο.
"Μπα δε νομίζω."
"Να βγεις βρε πουλάκι μου, να ξεσκάσεις, πάρε καμιά φίλη σου να πάτε βόλτα στην παραλία."
Γέλασε πνιχτά. Φίλη; Ποια φίλη; Αυτές εμφανίζονται μόνο όταν χρειάζονται κάτι.
"Δεν έχω πολύ όρεξη."
"Ξέρεις τι χρειάζεσαι; Να βρεις ένα καλό παλικάρι να πηγαίνετε βόλτα τις Κυριακές."
"Και τις άλλες μέρες τι θα τον κάνω; Θα τον στέλνω στη μάνα του; Άσε με ρε μάνα να πιω έναν καφέ με την ησυχία μου."
*******************************************
Χρειάζεσαι... Τι αστεία λέξη... Ιδίως όταν αναφέρεσαι σε ανθρώπους, συναισθήματα, σχέσεις. Τι σημαίνει χρειάζομαι; Τι σχέση μπορεί να έχει η αγάπη με αυτό που έχεις ανάγκη; Ανάγκη να αγαπάς; Ανάγκη να αγαπηθείς; Και πως θα γίνει δηλαδή θα βάλεις αφύπνιση να ερωτευτείς; Αυτό που νιώθεις βγαίνει από μέσα σου. Αβίαστα. Ανεξέλεγκτα. Αναίτια. Δεν αποφασίζεις πότε θα νοιαστείς κάποιον, πότε θα τον σκέφτεσαι ή πόσο θα σου λείπει.
Είχε μάθει να ζει με τις επιλογές της κι όχι με τις ανάγκες. Ήθελε να τη διαλέγουν. Να μη είναι η καβάτζα κανενός. Είχε κουραστεί να ακούει αερολογίες και δικαιολογίες. Είχε σιχαθεί να έχει στη ζωή της ανθρώπους με αδυναμία να τη νοηματοδοτήσουν. Είχε βαρεθεί τις συναντήσεις που κοιτούσε τη ώρα για να εξαφανιστεί, για να γλιτώσει την ανοία, που την έπνιγε σαν τριχιά τυλιγμένη στο λαιμό της.
Ήπιε μια γερή ρουφηξιά απ'τον καφέ και ύστερα έκανε δυο τρεις τζούρες απ' το τσιγάρο της.
*******************************************
"Έλα αγάπη τι κάνεις; Κι εγώ μια χαρά. Έχει τέλεια μέρα. Πάμε για κανά καφέ;"
Και η ζωή συνεχίζεται...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου