Σαλώμη



Έβγαλε το τετραδιάκι που φυλούσε στριμωγμένο στο κομοδίνο της. Αφού το ξεφύλλισε κάπως αδιάφορα, πήγε στην τελευταία σελίδα. 348 ο αύξοντας αριθμός. "Πώς τον λέγαν;" αναρωτήθηκε. Τον ρώτησε άραγε; Πάντα ξεχνούσε τα ονόματα μετά την πέμπτη τεκίλα. Don Julio Blanco με λεμόνι κι αλάτι, ήταν η αδυναμία της. Πέρασε τα ακροδάχτυλα της μέσα από τα μαλλιά της και δάγκωσε το καπάκι απ'το στιλό. "Χμμμ πως να τον πούμε;" σκέφτηκε και μειδίασε πονηρά. Λάτρευε να τους βγάζει παρατσούκλια όταν δε θυμόταν το όνομά τους, ανάλογα με τις ικανότητές ή την έλλειψή αυτών. "Ο μεθυσμένος συγγραφέας", "Ο νάρκισσος μπάρμαν", "Ο κοντός τραπεζίτης". 
"Μμμ, μυγιάγγιχτο θα τον πω. Του πάει...τόσο που δεν έβλεπα την ώρα να φύγει."
Έκλεισε το δερματόδετο τετραδιάκι και το τύλιξε με το καφετί λουράκι του. Το καταχώνιασε ξανά στη θέση του σχεδόν ιεροτελεστικά. Της άρεσε να κρατά λογαριασμό, ένιωθε πως έχει τον έλεγχο, πως τίποτα δεν είναι υπεράνω των δυνάμεών της.
Κοίταξε την ώρα, πετάχτηκε επάνω και χώθηκε στο μπάνιο για να μην αργήσει στη δουλειά. Τα πρωινά έγραφε ως freelancer σε μια εφημερίδα για να διοχετεύσει κάπου το σαρκασμό και την κυνικότητά της και τα βράδια δούλευε σε ένα μπαρ για να πληρώνει τους λογαριασμούς της.
Φεύγοντας πέταξε ένα σωρό πράγματα σε μια καμηλό τσάντα που έμοιαζε περισσότερο με τσουβάλι. Ένιωσε το κινητό της να δονείται λίγο πριν το ρίξει κι αυτό μέσα. Καλών "Μαμά". Το πέταξε μέσα και προσποιήθηκε ότι δεν το είδε ποτέ.

***************************************************************

"Καλώς το συγγραφέα. Πώς και απ' τα μέρη μας;" Πάντα συγκρατούσε τα παρατσούκλια που τους έδινε η ίδια και σχεδόν ποτέ το όνομά τους.
"Happy;; Ξέρεις πόσες φορές έχω έρθει για να σε δω; Δεν σηκώνεις ποτέ το κινητό σου;"
"Γιατί έχεις το κινητό μου;" Γέλασε αμήχανα.
Ο Παύλος ξερόβηξε και χαμήλωσε τα πράσινα μάτια του στο πάτωμα.
"Ε, να τότε που σου 'γραψα το δικό μου, έκανα κλήση. Αν θες το σβήνω."
"That's ok dear. Τι να σου βάλω να πιεις;"
"Ό,τι πίνεις κι εσύ."
"Είσαι σίγουρος ότι αντέχεις τη λευκή τεκίλα;" και τον κοίταξε όλο υποτίμηση.
Της έγνεψε καταφατικά.
"Αλήθεια ήθελα να σε ρωτήσω απ'το πρώτο βράδυ, από πού βγαίνει το happy;"
"Μεγάλη ιστορία..."
"Έχω χρόνο μέχρι να έρθει ο αδερφός μου."
"Βγαίνει απ' το Σαλώμη."
"Δεν καταλαβαίνω. Πώς είναι βγαίνει σαν χαϊδευτικό;"
"Στα εβραϊκά σημαίνει ευτυχισμένη. Οπότε... Happy."
"Εμένα μου αρέσει και το Σαλώμη πάντως."

Δεν το χρησιμοποιούσε ποτέ. Το θεωρούσε αυτοεπιτελούμενη προφητεία. Σαν την προσωπική της κατάρα που της ύφαναν στην κούνια οι μοίρες όταν προδιαγράφαν την πορεία της. Νόμιζε ότι μπορούσε να την αποτάξει, απλά αλλάζοντας το με ένα παρατσούκλι. 

Αυταπάτες. Ποιος γλιτώνει απ' το παρελθόν του; Ποιος ξεφεύγει απ' το μέλλον που ο ίδιος προκαλεί με τη φαυλότητα των επιλογών του. Καταδικάζεται να επαναλαμβάνει επ' άπειρον τα ίδια λάθη, την ίδια αυτοτιμωρία.


****************************************************************

"Όχι μαμά, δεν τον προκάλεσα εγώ! Του είπα ότι δεν θέλω να με ξανακουμπήσει! Δε φορούσα φούστα σου είπα. Δεν έφταιγα εγώ σου λέω! Μ' ακούς; Μαμά!"
Πετάχτηκε μούσκεμα στον ιδρώτα.
Ο ανεμιστήρας είχε σταματήσει πάλι.
Πήγε στο μπάνιο και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της.
Στο είδωλο που αντίκρυσε δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει τον εαυτό της.
Απόστρεψε το βλέμμα της.
Ξαναξάπλωσε και έβαλε πάλι μπροστά τον ανεμιστήρα.
Το κινητό της δονούταν πάλι.
Καλών "Μαμά".
Το έβαλε στη σίγαση και ακούμπησε την οθόνη στο κομοδίνο.

****************************************************************

Επέστρεψε με δύο σφηνάκια τεκίλα και μια μπίρα. 
"Αυτή είναι κερασμένη από μένα" του είπε και τον κοίταξε μέσα στα μεγάλα πράσινα μάτια του.
Έγλειψε το κενό ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη και έριξε αλάτι. Πάντα ακολουθούσε τρία βήματα. Αλάτι, τεκίλα, λεμόνι.
"Στην υγειά μας!" της είπε και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα του.
Τα μακριά, μαύρα, σπαστά μαλλιά της. Το βαθύ καστανό της βλέμμα. Κι αυτό το άρωμα που διαχεόταν στον αέρα.
Εκείνο το βράδυ φορούσε ένα μαύρο χαμηλοκάβαλο παντελόνι με ένα κοντό σκισμένο μπλουζάκι που άφηνε ακάλυπτη τη μέση της και ένα μέρος της κοιλιάς της. 
Ένιωθε μια ακαταμάχητη έλξη που δεν μπορούσε να ελέγξει. Κατακλυζόταν από flashbacks από τη νύχτα που είχαν περάσει μαζί. Κολλούσε στο απίστευτο στήθος της και κάθε φορά που απομακρυνόταν τα μάτια του γλιστρούσαν απ' την ακάλυπτη μέση στα καλοσχηματισμένα οπίσθια.
Κατέβασε μια γερή τζούρα από την μπίρα του και εκείνη τη στιγμή μπήκε ο Στάθης. Αν και αδέρφια καμία ομοιότητα δεν παρατηρούσες εξ όψεως. Ούτε και γενικότερα μάλλον.
Ψηλός, γεροδεμένος με μούσια. Μαύρα μαλλιά και μάτια, πυκνά φρύδια και σπινθηροβόλο βλέμμα. Ο Στάθης από μικρός ασχολούταν με τον αθλητισμό και ουδεμία σχέση είχε με τις τέχνες ή το ρομαντισμό, όπως ο μικρός του αδερφός.
Κάθισε απεναντί του στο ξύλινο σκαμπό και το βλέμμα του απευθείας κόλλησε στη Happy. 
"Τι είναι αυτό το κομμάτι ρε μαλάκα;"
"Σκάσε, ηλίθιε! Είναι η κοπέλα που σου έλεγα... Που παίζει κάτι."
"Αυτή;" Γέλασε ειρωνικά.

Μόλις άκουσε το γέλιο του η Happy γύρισε και τον κοίταξε σαν κυνηγός που μαρκάρει το θήραμά του. Το γέλιο του κόπηκε απότομα και δεν μπορούσε να κοιτάξει πουθενά αλλού εκτός από τα μάτια της. Τον πλησίασε επιθετικά μέσα από το μπαρ. 
"Καλώς τον αδερφούλη."
Κοίταξε δεξιά κι αριστερά αμήχανα. Δεν ήταν συνηθισμένος να είναι ο ίδιος το θήραμα. Ο Παύλος αντιλήφθηκε αμέσως τον ηλεκτρισμό μεταξύ τους και ξερόβηξε για να τους τραβήξει την προσοχή.

"Τι καλό θα πιούμε -αδερφούλη-;" είπε ο Παύλος και τον κοίταξε επίμονα μπας και ξεκολλήσει.
"Ό,τι θέλεις." απάντησε χωρίς να τον κοιτάξει.
"Ωραία! Βάλε μας άλλες τρεις τεκίλες, Happy."
"Από πότε πίνεις τεκίλα εσύ;" ρώτησε  έκπληκτος ο Στάθης.
Η Happy γέλασε και απομακρύνθηκε για να φέρει το μπουκάλι και τρία σφηνοπότηρα.

"Και αρχίζεις να μαθαίνεις πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια.
Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις.
Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου, με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα."


****************************************************************

Από τότε που είχε ξεκινήσει ψυχοθεραπεία ένιωθε σαν να την είχε πατήσει οδοστρωτήρας. Σαν να σκιζόταν ανάμεσα στο πρόσωπο που ήταν και σε αυτό που θα ήθελε να γίνει. Το μόνο που έκανε όλη της τη ζωή ήταν να χτίζει τείχη μη τυχόν την πλησιάσει κάποιος και δει όλα όσα κουβαλάει.
Τα τραυματικά γεγονότα της παιδικής ηλικίας αφήνουν ίχνη που ίσως δεν ξεπεραστούν ποτέ απόλυτα, έλεγε η ψυχολόγος της. Το θέμα είναι να αποδεχτούμε την προσωπική μας ιστορία και να μην πονάμε τόσο, να μην παγώνουμε στην ανάκληση της. 
"Κάθε φορά που μυρίζω σε κάποιον το άρωμα του πατριού μου κοκαλώνω. Νιώθω ότι με χτυπάνε προβολείς κι αδυνατώ να κουνηθώ. Νιώθω... ότι δε νιώθω. Πώς αποδέχεται κάποιος μια τέτοια ανάμνηση;".

****************************************************************

Στην όγδοη τεκίλα ο Παύλος δεν μπορούσε καν να σταθεί στο σκαμπό. Είχε γίνει έξω του, ακριβώς όπως ένιωθε μέσα του. Σκουπίδι. Δεν μπορούσε να αποδεχτεί ότι από την ώρα που ήρθε ο αδερφός του δεν του 'χε ρίξει ούτε βλέμμα. 

"Θα τον πάω σπίτι, έχει γίνει λιάρδα." Της είπε με κάπως ένοχο ύφος ο Στάθης.
"Και μετά;" Τον κοίταξε προκλητικά χωρίς ίχνος ενοχής και έγλειψε ανεπαίσθητα τα χείλια της που ήταν αλμυρά απ'το  αλάτι.
"Μετά θα πάω κι εγώ στο δικό μου."
"Και θα με αφήσεις να κοιμηθώ μόνη μου δηλαδή;"
"Εεε, τώρα τι θέλεις να σου πω;"
"Σχολάω στις 2" είπε και του 'δωσε ένα χαρτάκι με τηλέφωνο και διεύθυνση "θα σε περιμένω." Χωρίς να του αφήσει περιθώριο επιλογής. 

Εκείνο το βράδυ πήγε σπίτι της. Και το επόμενο. Και το μεθεπόμενο. Ένιωθε σαν να ήταν κάποιο είδος ναρκωτικού που δεν είχε ξαναδοκιμάσει ποτέ. Ο εθισμός τόσο μεγάλος που το μυαλό του ήταν κολλημένο όλη τη μέρα σε αυτήν, μέχρι τη στιγμή που θα την ξανάβλεπε αργά το βράδυ. Ήταν σαν μαστουρωμένος που αποζητούσε τη δόση του κι αυτού του είδους η μαστούρα ήταν πιο εθιστική από καθετί άλλο. Ήταν σαν να κούμπωναν τα κορμιά τους και να συντονίζονταν σε μια μουσική που δεν άκουγε κανείς άλλος πέρα από αυτούς. 
Είχε περάσει ήδη μια βδομάδα που βρίσκονταν κάθε βράδυ. 

"Μπαίνω για ένα μπανάκι μωρό" του είπε πονηρά και σηκώθηκε απ' το κρεβάτι. 
"Σε πειράζει να την πέσω σήμερα εδώ γιατί είμαι πτώμα;"
"Εεε, όχι εντάξει."
Την πήρε αγκαλιά μόλις επέστρεψε και αποκοιμήθηκε σχεδόν απευθείας. Εκείνη δεν κοιμήθηκε ούτε δευτερόλεπτο. Δεν άντεχε την αγκαλιά. Δεν μπορούσε.

Τον ξύπνησε το κινητό της. "Μαμά". Πάλι. Δεν μπορούσε να το αποφύγει. Τινάχτηκε απ' το κρεβάτι και κρύφτηκε στην κουζίνα για να μην ακούγεται.
"Τι θέλεις;"
"Δεν έχω λεφτά."
"Και μένα τι με νοιάζει;"
"Να στα πληρώσει ο μαλάκας που έχεις σπιτώσει τώρα."
Το έκλεισε και το πέταξε στην άλλη άκρη του πάγκου.

Ο Στάθης είχε ανασηκωθεί και καθόταν με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο. Μιλούσε όσο πιο σιγανά μπορούσε αλλά ήταν σίγουρη ότι την είχε ακούσει. Το σπίτι ήταν μια τρύπα 35 τετραγωνικά. Όλα ακούγονταν.
"Όλα καλά;" τη ρώτησε ανήσυχος.
"Ναι όλα καλά απλά πρέπει να ετοιμαστώ για έξω." είπε βιαστικά και ψαχούλεψε κάτι στην ντουλάπα της χωρίς να τον κοιτάξει. "Ααα, και καλό είναι να μην ξανακοιμηθείς εδώ, δεν κοιμάμαι καλά με ξένους." πέταξε και εξαφανίστηκε στην τουαλέτα.

Σηκώθηκε τσατισμένος κι άρχισε να ντύνεται. Σε μια άγαρμπη κίνηση έσπρωξε το κομοδίνο και έπεσε το καταχωνιασμένο καφετί τετραδιάκι. Του κίνησε την περιέργεια, το περιεργάστηκε λίγο εξωτερικά και έριξε μια κλεφτή ματιά προς το μπάνιο. Το ξετύλιξε κι άρχισε να το ξεφυλλίζει. Αντρικά ονόματα και κάτι άκυρα επίθετα. Μηγιάγγιχτος, πειραγμένος, ξενέρωτος. Τελευταία σελίδα έγραφε με κόκκινο στιλό:

349 Στάθης

Εκείνη τη στιγμή που βγήκε από το μπάνιο έπιασε το νόημα περί τίνος επρόκειτο.

"Καλά είσαι εντελώς πειραγμένη;" είπε και πέταξε πάνω της το τετραδιάκι.
Δεν μπορούσε να μιλήσει. Ένιωθε τους προβολείς να την καρφώνουν.
"Ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την πάρτι σου αλλά δε φανταζόμουν ότι είσαι τόσο καριόλα. Πούλησα τον αδερφό μου για πάρτι σου και εσύ με έβαλες με αύξοντα αριθμό;"
"Να... να σου εξηγήσω..."
"Άντε γαμήσου! Μη με ξαναπάρεις τηλέφωνο για κανένα λόγο." Βρόντηξε την πόρτα πίσω του τόσο δυνατά που νόμιζες ότι θα σπάσει.

Κουλουριάστηκε στο πάτωμα και έγινε μια ανθρώπινη μάζα που ταραζόταν μόνο από τα αναφιλητά. Τελικά έγινε κι αυτή έξω της, όπως ένιωθε μέσα της. Σπασμένη.

****************************************************************

Και τελικά κάποια ίχνη δε σβήνουν. Κάποιες πληγές δεν επουλώνουν. Κάποια τείχη δεν γκρεμίζονται ποτέ. Γιατί είναι τόσος ο πόνος που χτίστηκαν για να κρύψουν, που έγιναν αδιαπέραστα. 
Γιατί ο κόσμος δε θα καταλάβαινε. Ο κόσμος δεν έχει όρεξη να ακούσει, παρά μόνο να κρίνει. Ο κόσμος δεν έχει χρόνο να αφιερώσει για να μάθει τι όντως κουβαλάει ο καθένας. 
Και κάπου εκεί μαθαίνεις να κρύβεσαι, να πουλάς μοναχά αυτό που θέλουν να αγοράσουν και να προστατεύεις οτιδήποτε τραυματισμένο. 
Ελπίζοντας ότι κάποια μέρα θα επουλώσει.

Salomé's origins
BUY NOW:
Bandcamp : http://bit.ly/2yrjlSx
iTunes/ Apple Music : https://apple.co/2ODzKOG
Amazon : https://amzn.to/2Kf0O2z



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σοκολάτα πριν το φαγητό...

Νέα αρχή

Όλοι τόσο μόνοι...