None dies on christmas...
23/12/2018
Περίμενα την αδερφή
μου με τη μικρή Λουίζα να έρθουν στο σπίτι για τον καθιερωμένο καφέ της Κυριακής.
Ήταν η αγαπημένη μου μέρα της εβδομάδας, απολάμβανα το παιχνίδι με τη μικρή και
το κους κους με την Άννα.
Τον τελευταίο καιρό
όμως, είχαν αλλάξει τα πράγματα. Η Άννα μετά το διαζύγιο ήταν μόνιμα
μελαγχολική και αμίλητη. Από ψυχή της παρέας μεταμορφώθηκε σε πουλί που του
‘κλέψαν τη λαλιά. Συνήθως πηγαίνει στο παράθυρο και το βλέμμα της χάσκει σαν
κάτι να γυρεύει, σαν να ψάχνει κάποιον γνωστό στους περαστικούς. Δεν έκλαιγε,
μα φαινόταν πως είχε κλάψει. Καμιά φορά τα δάκρυα είναι τα λόγια της ψυχής, που
στέκει άλαλη.
Η μικρή ευτυχώς με
συνήθισε και δε βάζει πια τα κλάματα όποτε την πλησιάζω, όπως παλιότερα. Της
αρέσει να της διαβάζω παραμύθια και να μου δείχνει κάθε λογής μπιχλιμπίδια που
φέρνει μαζί της. Τα κλειδιά στην πόρτα μ’ έβγαλαν απ’ τις σκέψεις. Από όταν
είχα μετακομίσει στο σπίτι πριν 2 χρόνια, της είχα δώσει δικά της κλειδιά.
«Ήρθατε;»
Η μικρή ήρθε στην
κουζίνα και η Άννα μπήκε στο σαλόνι και χύθηκε στον καναπέ.
«Να φτιάξω καφέ;»
Απόκριση δεν πήρα
αλλά έβαλα τον γαλλικό φουντούκι να γίνεται. Το σπίτι μοσχομύρισε. Διαισθάνθηκα
ότι ήταν μία από τις κακές μέρες. Η μικρή χοροπηδούσε στο κρεβάτι μου αλλά δεν
τη μάλωσα, ποτέ δεν τη μάλωνα. Αδυναμίες είναι αυτές.
Η Άννα είχε χώσει
το κεφάλι της στα χέρια της και κάτι μουρμούραγε μόνη της.
«Τι έχεις κορίτσι
μου;» της είπα απαλά.
«Γιατί; Γιατί ρε
γαμώτο; Γιατί;»
«Τι έγινε παιδί
μου;»
Σφούγγιξε τα μάτια
της και κοίταξε τριγύρω για να μην τη δει η Λουίζα. Ποτέ δεν ήθελε να δείχνει
τις αδυναμίες της. Από μικρή ακόμη. Τόσο διαφορετικές. Έτσι, άτσαλη κι
εύθραυστη που ήμουν, έδειχνα σαν αστείο πλάι της. Μα, τώρα ένιωθα λες κι είχαμε
αλλάξει ρόλους.
23/12/2019
Έφτασα στο πατρικό
μου μεσημεράκι. Είχε έναν παράξενο ήλιο που σου θάμπωνε τα μάτια και δεν
μπορούσες να δεις καθαρά. Το σκυλί μου, που περίμενε στην αυλή, έκανε σαν τρελό
μόλις με είδε, χοροπηδούσε, κουνούσε την ουρά του. Έκατσα μπόλικη ώρα να παίζω
μαζί του. Πόσο μου ‘χε λείψει;
Η μάνα μου καθόταν
στη γνωστή θέση στον καναπέ της, τυλιγμένη με την κουβέρτα της να χαζεύει
τηλεόραση. Δεν γύρισε να με κοιτάξει μόλις μπήκα, τόσο είχε απορροφηθεί απ’ την
σειρά. Η μυρωδιά απ’ το αγαπημένο μου φαγητό, όμως μου είπε ότι με περίμενε, όπως
κάθε Δευτέρα μετά το σχολείο, που τρώγαμε μαζί.
Είχε παραιτηθεί
εντελώς απ’ τη ζωή από τότε που σταμάτησε τη δουλειά. Νομίζω ότι αυτή την
τροφοδοτούσε ενέργεια και διάθεση, πάθος και όρεξη. Όλα τα άλλα της φαινόταν
τόσο αδιάφορα.
«Έκανες τα χαρτιά
σου για τα αναδρομικά;» Τη ρώτησα γιατί ήξερα ότι ποτέ δεν ασχολιόταν με αυτά.
Τα θεωρούσε χαμένο κόπο.
Απάντηση δεν πήρα ωστόσο.
«Μανούλα δεν μπορώ
να μείνω, γιατί έχω τρεχάματα το απόγευμα αλλά θα πάρω ένα ταπεράκι με φαγητό.»
Πάντα είχα
τρεχάματα.
Πάντα έτρεχα. Να
προλάβω. Κι εγώ δεν ξέρω τι.
Την πλησίασα και
της έδωσα ένα ζεστό φιλί, που μου ‘χε μαγειρέψει και πάλι.
Με κοίταξε με μάτια
υγρά κι έτσι έμεινε να με κοιτάει για ώρα. Δεν κατάλαβα γιατί την πίκρανα τόσο.
Έπρεπε να βρίσκω περισσότερο χρόνο.
23/12/2020
Μπήκε με τα κλειδιά
του, έτσι απρόσκλητος, μετά από τόσο καιρό, χωρίς να τον έχει προαναγγείλει
κανείς. Λες και είχε βγει από ταινία, που με το ζόρι θέλει να σου επιβάλει το “happy end”.
«Τι δουλειά έχεις
εσύ εδώ;»
Μπήκε κατευθείαν
στο υπνοδωμάτιο και άρχισε να ψαχουλεύει τα ρούχα μου. Σίγουρα είχε ξεχάσει
κανένα ρούχο και θυμήθηκε να το πάρει τώρα πίσω.
«Με ποιο δικαίωμα
μπουκάρεις έτσι εδώ μέσα; Πάρε ότι έχεις παρατήσει και πριν φύγεις άσε μου και
τα κλειδιά σου!»
Είχε πάρει στα
χέρια του το πρώτο πουλόβερ που μου ‘χε χαρίσει, ένα έντονο πορτοκαλί, χρώμα
που δύσκολα σ’ άφηνε να το ξεχάσεις. Κι ένα ύφασμα τόσο μαλακό, όσο το χάδι
του. Το μύρισε και άρχισε να κλαίει γοερά σαν παιδί που του ‘παν πως δεν
υπάρχει Άι Βασίλης.
«Έλα εντάξει,
συγγνώμη. Ήμουν απότομη. Αλλά… Είναι που λείπεις τόσο καιρό και νόμιζα πως με
ξέχασες.»
«Γιατί, Χριστίνα
μου, γιατί αγάπη μου;»
«Γιατί τι;»
«Πώς να ζήσω χωρίς
εσένα; Τι θα κάνω;»
«Μπορείς να
γυρίσεις εδώ, μπορούμε να μείνουμε μαζί όπως σχεδιάζαμε »
«Γιατί με άφησες
μόνο μου;»
«Εγώ δεν »
«Γιατί δεν…;
Γιατί;» Οι λυγμοί δεν τον άφηναν να μιλήσει. Δεν έπαιρνε καλά καλά ανάσα. Τον
πλησίασα και τον πήρα αγκαλιά.
Κοκάλωσε.
Με κοιτούσε σαν να
μη με έβλεπε.
Τώρα άρχισε να
ανασαίνει γρήγορα σαν να ανακατώθηκε η λύπη με φόβο και πάλλονταν μέσα του για
το τι θα νικήσει.
Δεν ήξερα τι να
κάνω. Δεν ήξερα τι είχα κάνει λάθος. Δε θυμόμουν καν, για τι είχαμε μαλώσει.
Δεν θυμόμουν καν, να είχαμε μαλώσει.
Δεν είχαμε μαλώσει!
Θυμάμαι. Τώρα
θυμάμαι.
23/12/2017
Κόντευαν
Χριστούγεννα! Χαρά, κέφι, χαμόγελα. Μάλλον κάπως έτσι πρέπει να μυρίζει η
ευτυχία, μπισκότα με κανέλα και φρεσκομαγειρεμένα φαγητά.
Μόλις είχα
μετακομίσει και σε έξι μήνες θα ερχόταν να μείνουμε μαζί. Ήταν τα πρώτα μας
Χριστούγεννα. Κάναμε σχέδια για το που θα πηγαίναμε βόλτες και ποια λαμπιόνια
προτιμούσε ο καθένας. Ίσως αυτό είναι το νόημα της ζωής, στιγμές, μικρές
αδιόρατες στιγμές που μας γεμίζουν συναισθήματα και καθορίζουν την πορεία μας.
Είχε ανοίξει το βιβλίο
του και διάβαζε στο κρεβάτι, ενώ εγώ ετοίμαζα το φαγητό. Στο ράδιο ακούγονταν
χριστουγεννιάτικα λες και δεν υπήρχε ήδη αρκετή χρυσόσκονη στην ατμόσφαιρα.
Πηγαινοερχόμουν στο δωμάτιο για να ξεκλέψω από κανένα φιλί και να του αποσπάσω
την προσοχή, αλλά μάλλον πετύχαινα το αντίστροφο.
Ζέσταινα νερό στο
βραστήρα και είχα ανάψει το μάτι για να ζεσταθεί το λάδι στο τηγάνι. Ξεκίνησα
πάλι για το επόμενο κλεψιμαίικο φιλί, όταν άκουσα πίσω μου έναν δυνατό κρότο.
Και μετά βουητό.
Σκοτάδι. Σαν να χτύπησε κάποιος ένα πελώριο σίδερο μες το κεφάλι μου, που έκανε
έναν διαρκή υπόκωφο ήχο.
Στιγμές.
Λάθη.
Απροσεξία.
Όλα κομμάτια ενός ακατανόητου
παζλ που οργανώνει τη ζωή μας και δεν καταλαβαίνουμε τη σημασία τους, παρά μοναχά
όταν μπουν στην κατάλληλη θέση.
Θυμάμαι μια σκηνή
με φώτα και κάποιους ασπροντυμένους.
Κι ύστερα;
Ύστερα, κρύο.
Σιωπή. Μοναξιά. Απόλυτη μοναξιά.
Θυμάμαι. Το μάτι
που άναψα ήταν αυτό που είχα ακουμπήσει τον βραστήρα. Θυμάμαι τη μυρωδιά από
πλαστικό, αλλά δεν έδωσα σημασία. Θυμάμαι τη λαχτάρα μου να έρθω κοντά σου.
Δεν είχα μυαλό.
Όταν είσαι σε κώμα
νιώθεις σαν να λιποψύχησε η συνείδησή σου και το ‘σκασε απ ‘το σώμα, κάνοντας
σε ανίκανο να σηκωθείς.
24/12/2020
Ίσως, καμιά φορά τα
θαύματα μοιάζουν παιδικές ιστορίες.
Ίσως, όμως, καμιά
φορά τα έχουμε περισσότερο ανάγκη από όσο νομίζουμε.
Ίσως, έχουμε ανάγκη
κάτι να συμβεί και να διαψεύσει την κυνικότητα μας.
Παραμονή
Χριστουγέννων και αν έχεις ξεχάσει πως είναι να εύχεσαι, πως είναι να ελπίζεις,
σίγουρα μπορείς να κλείσεις τα μάτια και να θυμηθείς την τελευταία σου ευχή
στον Άι Βασίλη, όταν ήσουν παιδί. Κάπου μέσα σου υπάρχει ακόμα, αυτό το παιδί…
Σήμερα άνοιξα τα
μάτια μου για πρώτη φορά, μετά από τρία χρόνια. Αποτίναξα τη δουλεία της Μόρας και
διέψευσα όλα τα παντοδύναμα δαιμόνια που μας κρατούν υπόδουλους μακριά από όσα πραγματικά
θέλουμε.
Με ρώτησαν τι
ένιωσα, τι θυμάμαι, πώς είναι η άλλη πλευρά.
Θυμόμουν όνειρα που
μοιάζαν με αλήθειες.
Θυμόμουν πως
ένιωθα.
Θυμόμουν να ζω,
χωρίς όμως να το ξέρει κανείς.
Ίσως, αυτό είναι η
άλλη πλευρά. Να ζεις χωρίς αυτούς που αγαπάς.
Θυμάμαι τη λαχτάρα…
Τη λαχτάρα που μ’ έφερε πίσω.
Όταν άνοιξα τα
μάτια μου ήσουν εκεί, πάντα ήσουν εκεί.
Εγώ είχα –φύγει- μα
ήταν μόνο για λίγο.
Πάντα βρίσκεις το
δρόμο να γυρίσεις εκεί που ανήκεις, όσο μακριά κι αν έχεις φύγει.
Ίσως, είναι η
άγκυρα της ψυχής μας, που μας γυρνάει εκεί.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου