Το ρολόι




Κάθε φορά που άκουγε τους δείκτες του ένιωθε μόνη, τόσο μόνη. Δεν κοιμόταν ποτέ με ρολόι στο δωμάτιο. Εκείνο το προκλητικό τικ-τακ την έκανε να νιώθει έτοιμη να αφήσει την τελευταία της πνοή στη γκιλοτίνα με τη λαιμητόμο να κρέμεται χαιρέκακα από πάνω της.
Πάντα είχε ιδιαίτερη σχέση με το χρόνο. Δυνάστης εραστής. Πάντα της έκλεβε και κάτι. Κάθε χρόνο, την ίδια μέρα.
Εκείνη η τρυπίτσα στον καναπέ που έκανε το τσιγάρο της, της θύμιζε την ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα στη Σονάτα του Σεληνόφωτος. Άραγε, και τα δικά της μαλλιά να φαντάζουν χρυσά; Άραγε πόσο είχε ασπρίσει η καρδιά της;


Λευκή μου τύχη και λευκή ζωή μου
καλά τα λεν οι έγχρωμοί μου φίλοι

το πρόβλημά μου η υπερβολή μου
κι ό, τι αργεί απάντηση να στείλει
Αν είχε το θάρρος να φανεί ο λόγος
τώρα δε θα 'τανε φωτιά στο αίμα
Αν είχε χρώμα θα 'ταν άσπρο ο φόβος
Αν είχε σώμα θα 'ταν σαν κι εμένα....
Κι όποιος ρωτήσει γιατί πάντα φεύγω
μ' αυτό τον τόνο του λευκού στο βλέμμα
του λέω μια φράση σαν να υπεκφεύγω
με μια ελπίδα να 'ναι σαν κι εμένα...


Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Οι γραμμές του προσώπου της, της φάνηκαν πιο βαθιές. Χαρακιές σχεδόν, να μαρτυρούν όλα όσα είχε ζήσει. Λες και οι αναμνήσεις γράφονταν μονάχα έτσι.

Πόσο θα αλλάξεις ακόμα;
 Πόσο θα προσποιηθείς;
Πόσα όνειρα σε παίρνει να θυσιάσεις;
Νομίζεις ότι θα βγαίνεις για πάντα αλώβητη;

Άπλωσε το χέρι της στο γυαλί, λες και θα χάιδευε το μάγουλο της. Άφησε μονάχα ένα αποτύπωμα. Ένα ακόμα σημάδι στην όψη της.

Νόμιζες είναι εύκολο να ξεχνάς;
Να ξεχνάς όσα εσύ διαλέγεις;
Να προχωράς σαν να μη νιώθεις, σαν να μην ένιωσες ποτέ;

Άρπαξε το τσαντάκι με τα καλλυντικά της κι άρχισε να βάφεται με μανία. Η μάσκα της που χρόνια τη συντρόφευε. Αυτή και το πλατύ χαμόγελο που την υπερασπίζονταν έναντι στα αδιάκριτα βλέμματα.

«Έτοιμη, μαμά;»
«Ναι αγάπη μου. Δώσε μου δυο λεπτά να ντυθώ.»
«Πού θα με πας τόσο όμορφη που είσαι;»
Γέλασε. Ήπιε μια ακόμα γουλιά απ’ το κρασί της κι άφησε το καινούριο της σατέν μαύρο φόρεμα να χυθεί πάνω της.
«Ποοοο! Καλά θα σε κλέψουν έτσι κουκλάρα που έγινες πάλι!»
«Έλα Χαρούλη τα παραλές.»
«Για πες που θα με κυκλοφορήσεις;»
«Λέω να πάμε παραλιακά για φαγητό. Έχει όμορφη νύχτα.»
«Και μετά; Και μετά;»
«Μετά ύπνο. Μην ξεχνάς ότι δουλεύω αύριο.»
«Έλα ρε μάνα! Νέα γυναίκα είσαι! Πάρε καμιά φίλη σου να πάτε για ποτό.»

Ήπιε μια τελευταία γουλιά. Έμειναν μερικές κόκκινες σταγόνες να λερώνουν το γυαλί σαν τα ψεγάδια της ζωής της. Να της θυμίζουν όλα τα λάθη που έκανε. Και όλα εκείνα που δεν έκανε. Να μαρτυράνε τα όνειρα που σκότωσε νωρίς, πριν γίνουν πόθοι.
Ο χρόνος. Δεν ξεχνούσε ποτέ το ραντεβού τους. Ήταν πάλι εκεί και ζητούσε. Της ζητούσε να μετρήσει.
Όλα όσα έχασε.
Όλα όσα έδωσε.
Τα παλιά. Τα καινούρια.
Όσα πίστευε πως θα ξεχνούσε.
Όσα πάλλονταν αγριεμένα μέσα της κι αυτή τα νανούριζε σαν να ‘ταν μωρά.
Ζητούσε τον απολογισμό της σαν επικήδειο για το χρόνο που θα της έκλεβε.

«Έλα, μαμά! Πού χάθηκες; Δεν πιστεύω να σκέφτεσαι πάλι τον …»
«Όχι, όχι παιδί μου. Κάτι για τη δουλειά! Πάμε;»
«Δεν ξέρει τι χάνει πάντως. Για μένα είσαι η πιο όμορφη μαμά!»

Του χαμογέλασε και με όλες της τις δυνάμεις συγκράτησε τα δάκρυά για να μην χαλάσει το άψογο μακιγιάζ.

Θα ήταν άδικο.
Σχεδόν όσο και η ζωή.


Μεγάλωσα θα πει να κάνεις το παπί
Να ζεις την απουσία
Να γίνεις εξουσία
Να μάθεις να γελάς
Και να παραφυλάς
Να παίρνεις αποφάσεις
Να απαγορεύεται να χάσεις

Πάντα γι' άλλους μιλάμε

Μεγάλωσα θα πει
Να' ρχεται η ανατροπή

Οι καιροί να στη φέρνουν
Τα μυαλά σου να γδέρνουν
Να ζητάς να κουρνιάσεις
Και να βρίσκεις οάσεις
Στις ψυχώσεις των άλλων
Που έχουνε για περιβάλλον
Ίδιες φάτσες με σένα
Γόνατα λυγισμένα
Όνειρα ξεχασμένα



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σοκολάτα πριν το φαγητό...

Νέα αρχή

Όλοι τόσο μόνοι...