Όταν η παρτίδα τελειώνει.
"Η ζωή είναι σαν το τάβλι.
Άσπρα και μάυρα πούλια που προσπαθούν να ταξιδεψουν απο τη μία μερία του ταμπλό στην άλλη εμπλέκονται σ’έναν αγώνα ταχύτητας για το ποιος θα φτάσει πιο γρήγορα στον προορισμό του.
Και είτε παίζεις πλακωτό, φεύγα ή πόρτες ένα πράγμα δεν αλλάζει ποτέ:
Το παιχνίδι παίζεται πάντα μ’αντίπαλο, και για κάθε παρτίδα που τελειώνει, αρχίζει μια καινούργια που πρέπει να κερδιθεί. Γιατί όπως στη ζωή, έτσι και στο τάβλι ο αγώνας ποτέ δεν τελειώνει."
Singles
Τελείωνε κάτι τελευταίες δουλειές με το σπίτι, μόλις είχε μετακομίσει κι όλο κάτι έβγαινε. Έσβησε το μάτι της κουζίνας που ετοίμαζε φαγητό, ντύθηκε στα γρήγορα και ετοιμάστηκε. Έπρεπε να κατέβει στο κέντρο για κάτι πληρωμές και λίγα ψώνια. Πόσο της είχε λείψει να περπατάει ανέμελη στην αγορά, να χαζεύει τις βιτρίνες στην Τσιμισκή, να περπατάει ανάμεσα στα bistro στην Ικτίνου και πάντα μα πάντα, παρά την κούραση, να επιστρέφει περπατώντας απ' την παραλιακή για να γεμίσουν τα μάτια της γαλάζιο.
Αχ, αυτή η παραλιακή ήταν το βάλσαμο για ότι κι αν συνέβαινε. Λες κι άνοιγε διάλογο, έλεγε αυτή τα δικά της κι η θάλασσα τη νουθετούσε με κύματα κι όσο προχωρούσε, ένιωθε να γαληνεύει. Μα κείνη τη μέρα ήταν παραφουσκωμένη, πύκνωναν οι σκέψεις και φουρτούνιαζε η θάλασσα. Τη συμβούλευε, όπως πάντα, να βάλει μια σειρά, μα κείνη τίποτα, το δικό της. Ισχυρογνώμων, τα 'θελε όλα δικά της. Όλα ή τίποτα.
Κείνη τη στιγμή και παρά τα ακουστικά στα αυτιά άκουσε την κόρνα πίσω της και γύρισε να κοιτάξει. Ήταν Εκείνος, εκείνος που πάντα εμφανιζόταν τις πιο ακατάλληλες στιγμές και εξαφανιζόταν τις πιο κατάλληλες. Κουστουμαρισμένος λόγω δουλειάς, γοητευτικός, με εκείνο το χαμόγελο που δεν ήξερε αν την εκνευρίζει ή την κάνει να τον ερωτεύεται ξανά και ξανά.
-Θα σε πάρω τηλέφωνο, της φώναξε και γκάζωσε το κάμπριο.
Ένιωθε παράλυτη κι έψαξε με τα μάτια για παγκάκι. Το στόμα της στέγνωσε, τα χέρια της άρχισαν να ιδρώνουν. Ο Εκείνος, βλέπετε, ήταν ένα μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή της. Ιστορία απ' τις πιο παλιές, που είχε κουραστεί να αφηγείται. Για έναν ανεξήγητο λόγο, είχε μπει στο απυρόβλητο κι όσα κι αν της είχε κάνει έως τούδε, τα παρέβλεπε, τα δικαιολογούσε, έβρισκε δικαιολογίες για αυτόν, πριν από αυτόν. Όλα αυτά μέχρι την τελευταία φορά!
Η τελευταία τους συνάντηση ήταν διαφορετική. Όχι, όχι στο μεγαλύτερο μέρος της γιατί, όπως πάντα, συζητούσαν για τα πάντα, με απόλυτη φυσικότητα σαν να είχαν χρόνια σχέσης και να ήταν ταυτόχρονα κολλητοί. Κι ας είχαν να ειδωθούν μήνες, χρόνια. Η χημεία και η εγκεφαλική επικοινωνία, βλέπετε, δεν είναι από αυτά που περιγράφονται με λέξεις, ίσως με έναν πίνακα, με ένα τραγούδι μα και πάλι θα 'ταν φτωχά. Μα τότε, ήταν που όλα άλλαξαν. Ήξερε ότι πάλι θα εξαφανιστεί, ήξερε ότι ποτέ δε θα την έπαιρνε τηλέφωνο, τα ήξερε όλα. Το μόνο που δεν ήξερε ήταν γιατί τον πίστεψε, όταν της είπε:
-Μου 'λειψες. Θέλω να σε βλέπω πιο συχνά.
Και εξαφανίστηκε. Πάλι. Μέρες έσπαγε το κεφάλι της για να βγάλει εκείνη τη φράση απ' το μυαλό της και τον ήχο της βαριάς φωνής του, που κόντευαν να την τρελάνουν. Ήθελε να τον πάρει να του ζητήσει τα ρέστα, να τον βρίσει, να ουρλιάξει, που είναι τόσο ανίκανος να δει τα προφανή. Κι όμως, αρκέστηκε να ορκιστεί στον εαυτό της, ότι δεν θα τον ξαναφήσει να μπει στο κεφάλι της. Μα κείνη τη στιγμή, όταν τον ξανάδε μπροστά της, τα συναισθήματά της έκαναν εξέγερση και δεν υπολόγιζαν μήτε μυαλό μήτε λογική.
Για πότε έφτασε σπίτι ούτε που το κατάλαβε, τόσο απορροφημένη ήταν απ' τη μάχη που παλλόταν μέσα της, ως και το κουβεντολόι με τη θάλασσα έκοψε. Της είχε θυμώσει γιατί δεν την προειδοποίησε, ούτε λέξη δεν της είπε ότι θα 'ρχοταν Εκείνος, πάλι να την ταράξει μες στο σωρό απ' τα υπόλοιπα προβλήματα. Αναρωτιόταν με ποιο δικαίωμα εισέβαλε στη ζωή της και τι σόι παιχνίδι ήθελε να παίξει. Γιατί αυτός ήταν πάντα μαθημένος στη "φεύγα" και εκείνη είχε ανάγκη από "πόρτες". Πόρτες κλειστές, αμπαρωμένες, που θα της φέρναν την πολυπόθητη ηρεμία και δεν θα χρειαζόταν πια να κοιτάει από κλειδαρότρυπες για να ξεκλέψει λόγια.
Πέταξε τα ρούχα της, άνοιξε το ράδιο και μπήκε στο μπάνιο. Μόλις βγήκε έβαλε ένα ποτήρι κρασί για να καλμάρει, ήταν η στάνταρ ιεροτελεστία της όταν πελάγωνε. Και τώρα τελευταία την είχε υιοθετήσει σχεδόν σε καθημερινή βάση. Χτύπησε το τηλέφωνο, σκοτείνιασε. Δεν ήξερε αν ήθελε να τον ακούσει, δεν ήξερε τι ήθελε να ακούσει.
-Βρε, βρε σαν τα χιόνια... Χρησιμοποίησε την πιο περιπαιχτική φωνή της για να κρύψει το γόρδιο δεσμό που είχε δεθεί στο στομάχι της.
-Τι κάνει η φίλη μου; Ρώτησε γελώντας.
Εξαγριώθηκε.
-Νόμιζα ότι τη φιλία την έχουμε αποκλείσει εδώ και χρόνια... Και ο ειρωνικός τόνος διακρινόταν σε κάθε συλλαβή.
Γέλασε αμήχανα.
-Τι θα κάνεις το βράδυ; Έχω ένα εξαιρετικό ουίσκυ στο σπίτι που είμαι σίγουρος ότι θα σου αρέσει πολύ...
-Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Μηδέ γυναικός έχω να προσθέσω εγώ.
-Εσύ θα χάσεις. Και ο τόνος του ήταν όσο περιπαικτικός, μπορεί να γίνει.
-Προτιμώ να "χάσω" μα όταν θα ξαναστήσω τα πούλια θα 'χω στο νου μου τι παιχνίδι ξεκίνησα.
-Με κατηγορείς για κάτι; Μεγάλα παιδιά είμαστε.
-Όχι γλυκέ μου, αλίμονο. Εσύ ξεκάθαρα έστρωνες την παρτίδα στα μέτρα σου, άπλωνες τα πούλια ένα ένα για να την κοπανήσεις στα γρήγορα. Εγώ είχα στο νου μου το "ισχύς εν τη ενώσει" και κοιτούσα να στήσω καμιά πόρτα μπας και θελήσεις να την ανοίξεις. Μα μετά το πλακωτό τελειώνει η παρτίδα και πάντα ένας μονάχα είναι ο χαμένος. Κι εγώ πλέον, διαλέγω τα παιχνίδια μου, είναι και πιο έντιμο δε νομίζεις; Να ξέρεις τι θες να παίξεις;
-Όπως αγαπάς.
-Τα φιλιά μου...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου