Λαβύρινθος



Κατέβαινες από μια στενή πέτρινη σκάλα που από ένα σημείο κι έπειτα γινόταν
ξύλινη για να καταλήξει στα πολύχρωμα βότσαλα της παραλίας. Από πάνω ήταν καλυμμένη με κληματαριά σαν να ‘θελε να κρύψει τη μυστική παραλία απ΄ τα αδιάκριτα μάτια.
Η μισή παραλία στρωμένη με βότσαλα και η υπόλοιπη αμμούδα με κανά σκόρπιο κοχύλι και λίγα ξεραμένα φύκια ως εκεί που ερωτοτροπούσε με το κύμα. Η θάλασσα είχε τρεις αποχρώσεις του μπλε, γαλανό λίγο πριν σκάσει το κύμα σε λευκούς αφρούς, μπλε σκούρο λίγο πιο μέσα γιατί αχνοφαίνονταν οι πλάκες που κάλυπταν το βυθό και μπλε ρουά όσο ξεμάκραινε το μάτι προς τα βαθιά. Χανόσουν λίγο πριν το γαλάζιο του ορίζοντα που ενωνόταν με τον ουρανό.
Ήταν ένας μικρός κολπίσκος που περιβαλλόταν από ένα ψηλό βράχο σαν τείχος προστασίας, ακόμα κι απ’ τα μάτια του Θεού, απ’ όπου κρέμονταν λες κι ήθελαν να βουτήξουν, ψιλόλιγνα πεύκα. Η μόνη πρόσβαση ήταν εκείνη η στενή σκάλα που σε έβγαζε απ’ τον παράδεισο.
Δυο τρεις ξεχασμένες ξαπλώστρες εδώ κι εκεί, ξέμακρες η μία από την άλλη, ξεβαμμένες και φθαρμένες απ’ τον ήλιο και την αλμύρα. Μια πελώρια μπλε ομπρέλα καρφωμένη στο έδαφος και κλειστή. Άνοιγε μονάχα για τους μεσημεριανούς ύπνους που ξελογιαζόσουν απ’ τον ήχο του κύματος.
Ο αθέατος πίνακας του τοπίου συμπληρωνόταν από δύο ξύλινες βάρκες. Η μια ηλικιωμένη και μπλε, αναποδογυρισμένη και ξεφτυσμένη έχασκε πάνω στην αμμουδιά. Είχε ξεχάσει πως κολυμπούν τα ψάρια και πως λαμπυρίζει το φεγγάρι όταν καθρεφτίζεται στη θάλασσα. Η άλλη δεμένη στα ρηχά από ένα πασαλάκι και κόκκινη σαν τη φωτιά, έσφυζε από ζωή. Χόρευε με τα κύματα και λικνιζόταν με τον αγέρα. Ονειρευόταν ταξίδια μακρινά στα ανοιχτά του Αιγαίου για να γευτεί κείνες τις θάλασσες τις ξένες. Ήτανε νεανούδι και είχε κολυμπήσει μοναχά ως τις άκρες του κόλπου για ψάρεμα, ως εκεί που έφτανε το μάτι σου, ως εκεί που ενωνόταν το μπλε ρουά με το γαλάζιο του ουρανού.
Η σιωπή ήταν εκκωφαντική. Η θάλασσα φλυαρούσε μονάχη της με τα γλαροπούλια που έπλεαν στον αέρα εδώ κι εκεί. Τα ξέπλεκα καστανόξανθα μαλλιά της Άνιας ήταν απλωμένα πάνω στα βοτσαλάκια σαν τα ξεραμένα φύκια και ξαλμυρίζονταν κάτω από τον πυρωμένο ήλιο. Τα μάτια της ήταν κλειστά σαν να ονειρευόταν, με τα πόδια στο νερό και τα χέρια ανοιχτά σαν να πετούσε στην άμμο. Ο Αλέξανδρος την κοιτούσε με κείνα τα μεγάλα μελαγχολικά μάτια και με το ίδιο βλέμμα λατρείας.
«Πότε θα φύγεις τελικά;» Τη ρώτησε και έσπασε τη γαλήνη σε χίλια κομμάτια.
«Δεν ξέρω.»
«Τι εννοείς δεν ξέρεις;»
«Εννοώ ότι δε θέλω να το συζητήσω τώρα.»
«Ναι αλλά πρέπει να το συζητήσουμε κάποια στιγμή.»
«Όχι τώρα.»
Από τη μέρα που είχε έρθει το μέιλ για διδακτορικό και δουλειά στην Αγγλία δεν μπορούσε να αποφασίσει τι έπρεπε να αισθανθεί. Ήταν το όνειρο της, η ανταμοιβή για τους κόπους μιας ζωής. Μα, πως θα μπορούσε να απαρνηθεί τον έρωτα; Να αφήσει πίσω της τον άντρα που είχε ανατρέψει όλα της τα δεδομένα; Αυτόν που την πήρε και την πήγε σε ένα ολότελα νέο κόσμο από αυτόν που ζούσε και διέψευσε όλα όσα πίστευε ως τότε. Πώς θα μπορούσε να γυρίσει πίσω σε αυτό που ζούσε πριν από αυτόν, ενώ θα ήξερε ότι υπάρχει και κάτι παραπάνω;
«Δε θέλω να φύγεις!» Επέμεινε.
Ανασηκώθηκε λίγο και μισάνοιξε τα μάτια της γιατί την τύφλωνε το φως.
«Νομίζεις ότι για μένα είναι εύκολο να αποφασίσω κάτι τέτοιο;»
«Δε θέλω να σε χάσω…»
«Κι εγώ αλλά αυτές οι ευκαιρίες δίνονται μόνο μια φορά και ξέρεις   »
«Θα έρθω εγώ μαζί σου τότε.» τη διέκοψε.
«Έλα βρε Άλεξ…»
«Τι; Θα τα βροντήξω όλα κάτω και θα κάνω για πρώτη φορά στη ζωή μου αυτό που νιώθω!»
«Και πού θα αφήσεις δουλειά, οικογένεια, φίλους; Δεν μπορώ να σου ζητήσω κάτι τέτοιο! Δεν είμαι τόσο εγωίστρια…»
«Μα δεν μου το ζητάς εσύ…»
Σώπασε. Ήθελε τόσο πολύ να πάει μαζί της. Θα ήταν το ιδανικό, θα ξεκινούσαν τα πάντα απ’ το μηδέν. Θα γνώριζαν νέους ανθρώπους, θα πήγαιναν ταξίδια, θα , θα , θα …. Αστραπιαία πέρασαν τόσα θα από μπροστά της που ασυναίσθητα κούνησε το κεφάλι της σαν να αρνιόταν, σαν να θελε να κλείσει το κουτί της Πανδώρας από όπου ξεχύνονταν όλα τα όνειρα που ήθελε να κάνει μαζί του. Όλα αυτά που ήθελε να ζήσει μαζί του. Δεν έπρεπε να τα σκέφτεται γιατί σίγουρα θα την έκαναν να αρνηθεί τη δουλειά.
Κι είναι τόσες φορές στη ζωή που πρέπει να διαλέξεις ένα μονοπάτι δίχως να ξέρεις που θα σε οδηγήσει. Πρέπει να κάνεις μια επιλογή και να πορευτείς όντας πιστή σε αυτή ανεξάρτητα αν χίλιες φορές θελήσεις να την αναιρέσεις.
Και κάπου εκεί κοιτάς μες τον καθρέφτη σου κι αντικρίζεις ένα λαβύρινθο αντί για το είδωλό σου που σου ‘στησε η μοίρα για να γελάει χαιρέκακα, όταν θα πάρεις κείνη τη στροφή, ελπίζοντας κάπου να διακρίνεις, έστω από μακριά τη δική σου Αριάδνη. Μα, αντ’ αυτού εσύ βαδίζεις καρφί για το Μινώταυρο.
Κι όταν ακόμα, έχεις περιδιαβεί σπιθαμή προς σπιθαμή όλους τους δαιδαλώδεις διαδρόμους του «παιχνιδιού» και πλέον κατευθύνεσαι στην πολυπόθητη έξοδο. Εκεί, σε περιμένει αυτή, η Αριάδνη που φιλάει υπέροχα, ως άλλος Ιούδας. Και σου δείχνει ολόγυρα το δικό σου λαβύρινθο με δέκα φορές πιο ψηλούς τοίχους, από κείνους που κρύβουν το φως του ήλιου στους ξεχασμένους Παραδείσους. Κείνον τον λαβύρινθο που με τόση επιμονή εσύ ο ίδιος έχτισες όσο πάλευες να ξεφύγεις από κείνον που νόμιζες ότι σου ‘στησε η μοίρα.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σοκολάτα πριν το φαγητό...

Όλοι τόσο μόνοι...

Νέα αρχή