Αύρα!



Κρατούσα το μεγάλο μου ποτήρι κρασιού στο μέσο της παλάμης μου και τα δάχτυλά μου το είχαν αγκαλιάσει ολοκληρωτικά. Ένιωσα το βλέμμα του να έχει καρφωθεί στο προφίλ μου και να χαϊδεύει απαλά τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου,να γκρεμίζεται στην κλειδα μου και να περιπλανιέται νωχελικα στους ακάλυπτους ώμους μου. Τη στιγμή που άρχισε να γίνεται τολμηρό, γυρισα και τον κάρφωσε με το πιο αυστηρό ύφος που διέθετα.
Τα βλέφαρα του δεν τρεμόπαιξαν ούτε για δευτερόλεπτο. Ήτανε από εκείνο το είδος άντρα, που όταν ήθελε κάτι, απόφασιζε να το κατακτήσει πάση θυσία. Επιβλητικός Λέοντας που τα ήθελε ολα δικα του ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα τα παίξει όλα για όλα. Κοιτούσε και φερόταν στην κάθε γυναίκα που ήθελε να πολιορκήσει, σαν να την είχε κατακτήσει ήδη, σαν να μην υπήρχε καν λόγος να πολεμήσει, γιατί θα του παραδιδόταν αμαχητί.
Ασυναίσθητα σήκωσα το φρύδι ολο ειρωνεία και γύρισα απαξιωτικά την πλάτη μου. Όχι δεν μου ήταν αδιάφορος - πώς θα μπορούσε άλλωστε με τέτοιο βλέμμα που σε καίει;- αλλά σίγουρα το “αμαχητί” για μένα ήταν κόντρα ρόλος. Ήξερα, ωστόσο, ότι η βραδιά δεν είχε τελειώσει.

Ένιωσα μια ανατριχίλα, καθώς με πλησίαζε. Η αύρα είναι ένα πολύ παράξενο πράγμα, που καμία περιγραφή δεν είναι αρκετή για να τη σκιαγραφήσει επαρκώς, καμία λέξη δεν έχει κατασκευαστεί κατάλληλα για να περιγράψει αυτό που σε κάνει να νιώσεις. Άλλες φορές ίσως σου βγάλει μια θαλπωρή, ένα ταπεραμέντο ή κάτι έντονο που δεν μπορείς ακριβώς να το οριοθετήσεις. Η δε λεγόμενη χημεία είναι αυτό ακριβώς το σμίξιμο της μιας αύρας με την άλλη, που άλλες φορές πλημμυρίζει με πάθος την ατμόσφαιρα κι άλλες, απλά, απομακρύνονται ανέγγιχτες.
Ήταν το άρωμα του, που έμπαινε στα ρουθούνια μου θέλοντας και μη, όχι από κείνα τα αγοραστά που κλείνονται σε μπουκάλια και μπορεί να αγοράσει ο καθένας, μα από αυτά που μένουν στα ρούχα και στα σεντόνια και ξεσηκώνουν αναμνήσεις. Η αύρα του ήταν σαν να σε έπαιρνε αγκαλιά πριν καν αρθρώσει λέξη και να σου ‘λεγε όλα όσα είχες ανάγκη να ακούσεις.
Δεν πέταξε καμιά φοβερή ατάκα ή κάποια πνευματώδη αηδία για να γελάσουμε, παρά μόνο μαλάκωσε το ύφος του και είπε:
-Το χαμόγελό σου είναι ερωτεύσιμο…
-Και πώς είδες το χαμόγελό μου ενώ σου είχα πλάτη; Ανταπάντησα εριστικά ως συνήθως.
-Θα μου ήταν αδύνατο να μην το δω ακόμα κι αν ήθελα. Συνέχισε εξίσου ήρεμα.
Μου ξέφυγε ένα χαμόγελο.
-Θα μπορούσα να πιω κι εγώ ένα κρασί μαζί σου; Επέμεινε.
-Θα εξαρτηθεί.
-Από τη διαγωγή μου;
-Από τη στοχοθεσία σου…
Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα…
Ή τελείωσαν όσα προϋπήρχαν.
Γιατί οι σελίδες στα βιβλία γυρνάνε όχι όταν θέλουμε, ούτε όταν προσπαθούμε μανιωδώς να τις τελειώσουμε, για να δούμε τι γίνεται παρακάτω.
Γυρνάνε σαν να τις ξεφυλλίζει ο άνεμος, όταν εμείς ξεχάσουμε ότι πρέπει να γυρίσουν.
Κι είναι και αυτοί οι άνθρωποι που μπουκάρουν στη ζωή μας, κλείνουν τα παλιά μας βιβλία με πάταγο και μας δίνουν κάτι ολότελα καινούριο να διαβάσουμε…

Καλή Ανάγνωση!







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σοκολάτα πριν το φαγητό...

Όλοι τόσο μόνοι...

Νέα αρχή