Λαβωμένο ξωτικό
Αν ήθελε κανείς να περιγράψει τη Λιλιάνα θα 'λεγε ότι μοιάζει με ξωτικό, έτσι λιλιπούτεια και μικροσκοπική που ήταν καμωμένη. Τόσο πολύ που σε 'κανε να πιστεύεις ότι κάπου φύλαγε τα διάφανα φτερά της.
Αφοπλιστικά πράσινα μάτια με κίτρινες πιτσιλιές, ενός απρόσεχτου ζωγράφου, κοντοκουρεμένα κόκκινα μαλλιά αποκάλυπταν προκλητικά το μακρύ λαιμό της. Έμοιαζε με χιονονιφάδα, σαν αυτή που είχε τατουάζ στον αυχένα, τόσο τέλεια ατελής, τόσο ανείπωτα μοναδική. Είχε αυτό το "κάτι" που σε μαγνήτιζε, σε μάγευε σαν σειρήνα κι έκανε αδύνατο να μείνεις μακριά της. Ίσως ήταν αυτή η ανάκατη αίσθηση μυστηρίου και μελαγχολίας που φορούσε για πέπλο και διαχεόταν αναπόφευκτα στην ατμόσφαιρα. Δεν ήταν μονάχα ποθητή, μα προκαλούσε ένα αίσθημα για να την προστατέψουν. Λες και μονομιάς καθένας που την προσέγγιζε μεταμορφωνόταν σε ιππότη που έπρεπε να τη σώσει απ'το δράκο. Ίσως όμως αγνοούσαν ποιος ήταν ο δράκος.
"Και εγώ θυμάμαι παντού να σε ψάχνω ξωτικό
να δω αλήθεια αν είσαι όπως μου λέγανε κακό
να αντικρίσω τα μάτια σου, το μαγικό σου βλέμμα
που είχα ακούσει όποιος σε δει θα ποτίσει λέει ψέμα.
Και θα πνίγει τα όνειρά του στη χαρά σου
θα πουλάει απ’ τη ζωή φτάνει να σέρνεται κοντά σου"
****************************************************************
"Ορκίζεσαι να πεις την αλήθεια και μόνο την αλήθεια;"
"Ορκίζομαι." Οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω
"Πού βρισκόσασταν την ημέρα του θανάτου του πατέρα σας;"
"Ήμουν παρών."
"Μπορείτε να μας περιγράψετε τι συνέβη;"
"Ήταν η κακιά στιγμή! Η μητέρα μου μόλις είχε σφουγγαρίσει και βλέπετε οι σκάλες μας είναι μαρμάρινες. Γλίστρησε και... Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα."
...
Τον έσφιξε τόσο δυνατά η κυρά Μάρω σαν να 'θελε να κολλήσουν όλα τα σπασμένα κομμάτια του, σαν να 'θελε να τον γιάνει.
"Συγχώρα με, αγόρι μου! Συγχώρα με, παιδί μου! Εγώ ποτέ... ποτέ δε θέλησα να σε πληγώσω. Ποτέ δεν... ποτέ μα ποτέ... δεν ήθελα να πεις ψέμματα για χάρη μου." Προσπαθούσε να στριμώξει τις λέξεις ανάμεσα στ' αναφιλητά.
"Έλα μάνα ηρέμησε. Όλα τελείωσαν τώρα."
"Συγχώρα με, Σταύρο μου! Δεν ήμουν γενναία όταν έπρεπε." Και συνέχισε να κλαίει ήρεμα.
"Όχι μάνα, εσύ πρέπει να με συγχωρήσεις που δεν τον καθάρισα το μαλάκα όταν έπρεπε, τότε που κόντεψε να σε αφήσει παράλυτη."
"Έπρεπε να φύγω αγόρι μου" και του χάιδεψε τα μαλλιά στοργικά λες και είχε ξαναγίνει 5 χρονών. "Έπρεπε να σε πάρω και να φύγουμε όταν ήσουν ακόμα παιδί, όταν δεν είχε απλώσει ακόμα το χέρι του πάνω σου. Συγχώρα με, παιδί μου."
"Έλα σώπα!"
"Δεν είχα που να πάω παιδί μου, δεν είχα κανέναν. Οι παππούδες σου λέγαν πως έφταιγα εγώ και οι φίλοι με ρωτούσαν τι δεν έκανα καλά. Κι έτσι κι εγώ άρχισα να τους πιστεύω, να κατηγορώ εμένα. Μα δεν άντεχα να βλέπω να χτυπάει εσένα, κάλλιο να πέθαινα, ήταν σαν να πέθαινα κάθε φορά που σε ακουμπούσε, γι' αυτό..."
"Σώπα μάνα μου! Τώρα τελειώσαν όλα..."
****************************************************************
Δεν ξέρω ποια φράση της μάνας μου χαράχτηκε πιο βαθιά μέσα μου και προκάλεσε τόσα βραχυκυκλώματα.
"Μην το φας αυτό παχαίνει."
"Πήρες μερικά κιλάκια, ε;"
"Εγώ στην ηλικία σου ήμουν μισή."
Θρήσκα ήταν πάντα και τελειομανής. Γιατρός στο επάγγελμα, υπέρκομψη και περιποιημένη σαν barbie που δεν έχει ανάγκη από φαγητό ή ύπνο. Όταν μας εγκατέλειψε ο πατερας μου για την 25χρονη γραμματέα του, δεν έσταξε ούτε ένα δάκρυ, δεν πήρε ούτε ένα ρεπό, είχε ξεχάσει να ανασαίνει.
Έβαλε στόχο ζωής να με τελειοποιήσει, τη δική της πορσελάνινη κούκλα, που έπρεπε άλλοτε να περιποιείται τις ξέχωρες μπουκλίτσες της κι άλλοτε να στρώνει το βελούδινο φορεματάκι της. Ξεκίνησα Ιταλικά, πέρα από Γαλλικά, αφού είχα ήδη τελειοποιήσει τα Αγγλικά. Πρόσθεσε το μπαλέτο στην ενόργανη και φυσικά δε δεχόταν κάτι λιγότερο από 20 στο σχολείο. Όποτε πήγαινα να αντιμιλήσω με χαστούκιζε και ύστερα προσευχόταν για συγχώρεση.
Πάντα θα θυμάμαι έναν απ' τους τελευταίους μας καβγάδες πριν φύγω απ' το κωλόσπιτο.
"Πάλι έφαγες ποπ-κορν στο σινεμά;"
"Όχι."
"Ποιος θα σε θέλει έτσι όπως έχεις γίνει;"
"Είπα δεν έφαγα."
"Θα σε διώξουν απ' το μπαλέτο με τέτοιο κώλο που έχεις κάνει."
"Μα τω Θεό σου λέω δεν έφαγα!"
Οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω
Το χαστούκι αυτή τη φορά ήταν τόσο δυνατό που κόντεψα να πέσω κάτω.
"Εξαφανίσου από μπροστά μου κωλόπαιδο! Τρεις μέρες θα κάνεις να ξαναφάς."
Η γη της Επαγγελίας λένε είναι σαν την μάνα, δίνει γάλα και μέλι για να επιβιώσουν τα τέκνα του Θεού αλλά και να ευτυχήσουν. Μα η δικιά μου μάνα, είχε στερέψει από μέλι προ πολλού και γάλα μου έδωσε μονάχα 2 βδομάδες, γιατί έπρεπε να επιστρέψει στη δουλειά.
Τελικά δεν ξανάφαγα ποτέ εκεί, μέχρι την κηδεία της. Καρδιακή προσβολή 6 χρόνια μετά την αποφοίτησή μου.
****************************************************************
Προσπαθούσε να στρώσει τα γυαλιστερά, μαύρα του μαλλιά στον καθρέφτη και σκεφτόταν ότι πάντα τον εκνεύριζαν οι μικτές τουαλέτες, τον έκαναν να νιώθει άβολα. Άκουσε κάποιον να βγάζει τα σωθικά του μέσα απ' την κλειστή πόρτα. Κοίταξε ανήσυχος σαν να 'θελε να δει μέσα απ' το πράσινο ξύλο. Άξαφνα άνοιξε και ακροπάτησε προς τα πίσω. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν κορίτσι ή γυναίκα ή κάτι απόκοσμο αυτό που έβλεπε μπροστά του.
"Είσαι καλά;"
"Ναι, μην αγχώνεσαι."
"Παραήπιες; Κι εμένα οι σαμπούκες με χαλάνε."
"Παραέφαγα."
Την κοίταξε παραξενεμένος.
"Καθένας με τα προβλήματά του."
"Ουδείς αναμάρτητος λέω εγώ."
Γέλασε αυθόρμητα και τον κοίταξε στα μάτια.
"Το σκάμε;"
"Τι, τι εννοείς;"
"Να σηκωθούμε να φύγουμε, βαρέθηκα εδώ."
"Και και που; Πού να πάμε; Μόλις γνωριστήκαμε."
"Δεν πιστεύω να 'σαι κανένας βιαστής;"
"Εεε, όχι, όχι βέβαια, τι είναι αυτά που λες;"
"Έλα ξεκόλλα, σε πειράζω. Πάρε το μπουφάν σου κι έλα έξω. Πάω να κάνω ένα τσιγάρο."
Εκτέλεσε τις εντολές της σαν υπνωτισμένος. Δεν ήξερε αν ήταν ερωτευμένος ή φοβισμένος ή μαγεμένος ή και όλα μαζί. Ήταν ανίκανος να αρνηθεί ωστόσο.
Ήταν από εκείνες τις νύχτες που χρειάζεσαι μέρες ολόκληρες για να αφηγηθείς. Ξεχνάς το ποιος είσαι, γιατί απλά παύεις να είσαι αυτός που ήσουν. Δεν μπορείς να εξηγήσεις στους άλλους τι ήταν αυτό που έζησες, γιατί ούτε ο ίδιος μπορείς να το καταλάβεις με ακρίβεια. Ξεκινάς για ένα ποτό και καταλήγεις να συζητάς με τις ώρες, χάνεις την αίσθηση του χωροχρόνου και μεταφέρεσαι κάπου, που δεν σε ορίζει πια το παρελθόν σου.
Και ξυπνάς.
Και αναρωτιέσαι πόσα από αυτά ονειρεύτηκες.
Όταν ο Σταύρος ξύπνησε κατά τις 3, αφού είχαν φτάσει σπίτι του κατά τις 7 και κάναν έρωτα ως τις 10, λες και γνωρίζονταν χρόνια. Έψαξε το κορμί της μες τα σκεπάσματα αφού το άρωμά της ήταν διασκορπισμένο παντού. Βρήκε μόνο ένα χαρτάκι.
"Πέρασα υπέροχα..." κι ένα φιλί από κόκκινο κραγιόν.
Ρώτησε παντού, έψαξε παντού, είπε την ιστορία τους παντού, έφτιαξε μέχρι και μπλογκ. Δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του. Δεν μπορούσε να είναι για μια βραδιά απλά. Δεν μπορούσε να το ξεχάσει τόσο απλά.
Τρεις μήνες μετά την είδε μέσα από μια τζαμαρία, να δουλεύει σε μια καφετέρια. Έμεινε 2 ώρες, που του φάνηκαν αιώνες, να την περιμένει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μόλις την είδε να βγαίνει όρμησε για να μην την ξαναχάσει.
"Γιατί έφυγες;"
"Τι θες εσύ εδώ;"
"Σε είδα τυχαία και ήθελα να σου μιλήσω."
"Με παρακολουθείς;" και ξεκίνησε να περπατάει για να απομακρυνθεί.
"Δε θα έκανα ποτέ κάτι που δε θέλεις."
"Ωραία, άσε με να φύγω τότε."
"Αρκεί να μου πεις το γιατί."
"Γιατί μόνη μου είναι πιο εύκολο."
"Τι είναι πιο εύκολο;"
"Χρειάζεται να παλεύω μόνο με μένα." Ξαφνικά σταμάτησε να περπατάει και τον κοίταξε.
"Κι αν εγώ θέλω να παλέψω για σένα;"
"Αυτό είναι πρόβλημά σου." Και πήγε να ξαναξεκινήσει. Την έπιασε πάλι, μα αυτήν τη φορά την έσφιξε στην αγκαλιά του.
"Αφού σε βρήκα, δεν πρόκειται να σε ξαναχάσω."
Δεν μίλησε. Δεν είχε κάτι να πει. Δεν ήξερε τι να πει.
Δεν είχε μάθει να την αγαπούν και δεν ήξερε πως έπρεπε να φερθεί, τι να κάνει. Δεν ήξερε αν μπορούσε να το αντέξει.
Ένιωθε σαν πεταλούδα που την κλείνεις στις χούφτες σου και σπαρταράει φοβισμένη για να ελευθερωθεί. Αλλά σε μια στιγμή στέκεται ήρεμη γιατί καταλαβαίνει ότι δεν κινδυνεύει πια.
Μάζεψε τα διάφανα φτερά της και περίμενε μέχρι να ανοίξει την αγκαλιά του και να την ελευθερώσει.
Μα, δεν ήταν σίγουρη ποια ελευθερία επιθυμούσε.
"Το μυστικό μας λοιπόν το κρατάω καλά κρυμμένο
συνέχισε να τρέχεις να γυρνάς κυνηγημένο
...
όποιος ψάχνει να σε βρει και δεν ξέρει γιατί
τα σημάδια που αφήνεις δε θα δει, θα χαθεί
μα εγώ σε ακούω καλά, φοβισμένο μου μοιάζεις
για πρώτη φορά ξωτικό δε με τρομάζεις.
Και είμαι εδώ το χέρι μου σου απλώνω
παίρνω κουράγιο και μπορώ και μετανιώνω
...
Τώρα μπορώ να σου πω όταν θα σε δω
πως μες τα μάτια σου εγώ ψάχνω καιρό
λίγη απ’ τη φωτιά, λίγο από το παραμύθι
και λίγο αγάπη να με σώσει από τη λήθη
Γι’ αυτό θάψε όλες τις ψεύτικες χαρές σου
έχω σκεπάσει όλο το αίμα απ’ τις πληγές σου
βάλε όλα τα άστρα του ουρανού για νυφικό
και έλα μαζί μου λαβωμένο ξωτικό."
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου